Ο βόθρος ονομάζεται και σηπτική δεξαμενή και είναι ο υπόγειος χώρος συγκέντρωσης λυμάτων και ακάθαρτων υδάτων. Ο βόθρος τοποθετείται σε ακίνητα όπου δεν υπάρχει παροχή αποχέτευσης (σύνδεση με δίκτυο υπονόμων) από τη Δημοτική Υπηρεσία Ύδρευσης και αποτελεί ένα προσωρινό μέσο συγκέντρωσης λυμάτων το οποίο αδειάζει όταν γεμίζει και γίνεται η μεταφορά των λυμάτων με βυτιοφόρα (βοθρατζίδικα). Σε περίπτωση που βουλώσει ο βόθρος το άδειασμά του δεν επαρκεί αλλά χρειάζεται επιπλέον απόφραξη και κατόπιν μεταφορά των λυμάτων.
Οι βόθροι διακρίνονται σε στεγανούς (στεγανοποιημένους), απορροφητικούς και βιολογικούς. Οι διαστάσεις του βόθρου (διαστασιολόγηση) εξαρτώνται από τον αριθμό των ενοίκων και των εκροών που θα εξυπηρετήσει. Προφανώς, μικρότερη εγκατάσταση βόθρου απαιτείται σε ιδιωτικά ακίνητα και πολύ μεγαλύτερη σε εγκαταστάσεις όπως σχολεία, νοσοκομεία κλπ.
Η σηπτική δεξαμενή, συχνά συγχέεται ακόμη και από τους μηχανικούς, με το βόθρο. Ας δώσουμε τον όρισμό της ως χωριστή οντότητα. Είναι ένας χώρος με τρία ή περισσότερα διαμερίσματα όπου γίνεται η σηπτική επεξεργασία. Στην έξοδο της δεξαμενής μπαίνει ο απορροφητικός βόθρος ή τάφρος. Με τη μεσολάβηση φίλτρων μπορεί να διοχετεύει τα λύματα σε βιολογικό που έχει μεγάλα πλεονεκτήματα.
Οι απορροφητικοί βόθροι είναι η παλαιά λύση διάθεσης των λυμάτων στο έδαφος, λόγω της ζημιάς που προκαλούν στο περιβάλλον. Η διαφυγή των λυμάτων στο περιβάλλον χωρίς επεξεργασία, μολύνει τον υδροφόρο ορίζοντα καθώς και την κοντινή χλωρίδα και πανίδα. Δυστυχώς, η λύση του απορροφητικού βόθρου ακόμη χρησιμοποιείται σε μεγάλη έκταση στην Αττική και σύμφωνα με μετρήσεις, τα Μεσόγεια παρουσιάζουν σοβαρό πρόβλημα μόλυνσης υπογείων υδάτων.
Η κατασκευή στεγανού βόθρου – σηπτικής δεξαμενής επιβάλλεται εκεί όπου δεν υπάρχει παροχή αποχέτευσης από το Δήμο (σύστημα υπονόμων). Ο βόθρος θα πρέπει να είναι επαρκώς διαστασιολογημένος ώστε να μπορεί να εξυπηρετήσει τις εκροές από τους υποδοχείς του κτιρίου, να διαθέτει στεγανά τοιχώματα για να αποτρέπει τις διαρροές των λυμάτων προς το χώμα καθώς και τις εισροές υπογείων ή ομβρίων υδάτων, να διαθέτει αεροστεγανά στόμια καθαρισμού και επίσκεψης (επιθεώρησης/ελέγχου), να διαθέτει σύστημα εξαερισμού, και να τοποθετείται σε απόσταση μεγαλύτερη των 15 μέτρων από νεροπηγές, και ενός μέτρου από τα όρια του οικοπέδου και τα θεμέλια κτιρίου ώστε να αποφεύγεται η διάβρωση των θεμελίων σε περίπτωση απόφραξης και διαρροής.
Η σηπτική δεξαμενή/βόθρος μεσολαβεί για την προσωρινή αποθήκευση των λυμάτων πριν διατεθούν αυτά σε σύστημα υπεδάφιας καθίζησης με απορροφητικές τάφρους. Τα είδη σηπτικής δεξαμενής είναι η μονοθάλαμη και διθάλαμη. Η μονοθάλαμη σηπτική δεξαμενή είναι σκεπασμένη δεξαμενή που αποτελείται από έσοδο/έξοδο λυμάτων, και με τρία χαρακτηριστικά επίπεδα που δημιουργούνται από τη συσσώρευση των λυμάτων και ακάθαρτων υδάτων: τον αφρό, τα υγρά λύματα και τη λάσπη (ιλύς). Η διθάλαμη σηπτική δεξαμενή/βόθρος προσφέρει ένα πλεονέκτημα σε σχέση με τη μονοθάλαμη, τον παραπάνω θάλαμο που χρησιμεύει για την πρωτόλεια και καλύτερη επεξεργασία των λυμάτων και έχει μεγαλύτερη χωρητικότητα. Η σηπτική δεξαμενή/βόθρος μπορεί να είναι εφοδιασμένη και με ενσωματωμένο φίλτρο εξόδου στην επιφάνεια του εδάφους.
Υπάρχουν και προκατασκευασμένες σηπτικές δεξαμενές/βόθροι με αυτόματο φίλτρο εξόδου. Για τη διαστασιολόγηση της σηπτικής δεξαμενής χρησιμοποιούμε τον τύπο:
Όπου Q είναι η μέγιστη ημερήσια παροχή (m3/ημέρα), t0 ο μέσος χρόνος παραμονής (ημέρες) της υγρής φάσης, Vσ ο όγκος (m3) της λάσπης και των στερεών λυμάτων που βρίσκονται κάτω από την υγρή στάθμη μεταξύ των εκκενώσεων. Για μεμονωμένες κατοικίες ή συγκροτήματα έως 2 κατοικιών, ο προτεινόμενος όγκος της σηπτικής δεξαμενής είναι 2.85 κυβικά για 1-2 υπνοδωμάτια, 3.8, 4.5, 5.4, 6.2, 7, 8 αντίστοιχα για 3, 4, 5, 6, 7, 8 υπνοδωμάτια. Στη σηπτική δεξαμενή μετράμε επίσης τις συγκεντρώσεις και την απομάκρυνση των ρύπων.
Ο απορροφητικός βόθρος είναι ένα κάθετο κυλινδρικό ή ορθογώνιο άνοιγμα στο έδαφος με τοιχώματα κατασκευασμένα από ξηρολιθοδομή και εξωτερικό περιβάλλον τοίχωμα από χαλίκι, που επιτρέπει τη διαφυγή των λυμάτων στο υπέδαφος. Το κάλυμμά του είναι από οπλισμένο σκυρόδεμα και έχει άνοιγμα ελέγχου/επίσκεψης στο επάνω μέρος για περίπτωση απόφραξης.
Επιτρέπεται η διάθεση των λυμάτων στο φυσικό αποδέκτη με σύστημα απορροφητικού βόθρου ή τάφρου εφόσον τα λύματα έχουν υποστεί καθίζηση σε κατάλληλη διάταξη (πχ. σηπτικός βόθρος), απέχει περισσότερο από 15 μέτρα από υδραγωγεία και 30 μέτρα από φρέατα ή πηγές νερού ή τη θάλασσα, απέχει περισσότερο από 2 μέτρα από τα θεμέλια, ώστε να μην προκαλεί τη διάβρωση του εδάφους θεμελίωσης. Ακόμη η ελάχιστη επιτρεπόμενη απόσταση από την οδό είναι τα 3 μέτρα.
Τα είδη εδαφών όπου τοποθετείται ο απορροφητικός βόθρος είναι χονδρόκοκκη άμμος, λεπτόκοκκη άμμος, άμμος με άργιλο, άργιλος με πολύ άμμο, άργιλος με λίγη άμμο. Απαγορεύεται η εγκατάσταση απορροφητικού βόθρου σε έδαφος με πολύ συμπαγή άργιλο. Ως προς τη διαπερατότητα/απορροφητικότητα του υπεδάφους η μέτρηση γίνεται με cm/h και διακρίνονται σε εδάφη από πολύ χαμηλή (<0,15) έως πολύ υψηλή διαπερατότητα (>51). Η μέτρια διαπερατότητα ορίζεται με τιμές 1,52 έως 5,1.
Πριν από τον απορροφητικό βόθρο είναι απαραίτητη η εγκατάσταση σηπτικής δεξαμενής. Οι απορροφητικές τάφροι του βόθρου σκάβονται σε βάθος μισού μέτρου όπου εγκιβωτίζεται ο διάτρητος σωλήνας, επενδεδυμένος με πισσόχαρτο και γεμίζεται ο κενός χώρος με χαλίκια σε ύψος 25 εκατοστών. Το υπόλοιπο κενό γεμίζεται με επίχωμα. Άλλη μορφή διάθεσης των λυμάτων σε απορροφητικό βόθρο είναι μέσω στρωμάτων από χαλίκι (χαλικοδιυλιστήριο) ή άμμο (αμμοδιυλιστήριο).
Σε κάθε περίπτωση ο απορροφητικός είναι καλό να αποφεύγεται και να επιλέγεται η τοποθέτηση στεγανού ή βιολογικού βόθρου. Ο βιολογικός προσφέρει και πλεονεκτήματα όπως είναι το νερό για πότισμα κατόπιν επεξεργασίας του, και η απαλλαγή από το άγχος/οσμές από το άδειασμα του βόθρου. Η επεξεργασία των λυμάτων στους βιολογικούς βόθρους γίνεται με την προσθήκη και τη βοήθεια μικροοργανισμών που πολλαπλασιάζονται στην πορεία με τις κατάλληλες συνθήκες. Αν ένας βιολογικός βόθρος δουλεύει μόνο το καλοκαίρι (διακοπτόμενη χρήση) θα πρέπει να προστίθενται οι μικροοργανισμοί ανά περίοδο. Υπάρχουν ακριβότερες υλοποιήσεις που διατηρούν τους μικροοργανισμούς χωρίς να μειώνονται ακόμη και σε διακοπτόμενη χρήση (για μήνες χωρίς ενοίκους/εκροές).
Άλλο πλεονέκτημα του βιολογικού βόθρου είναι η απλή συντήρησή του. Αυτή αποτελείται από τον καθαρισμό του βόθρου, έλεγχο των φίλτρων του φυσητήρα, περιοδική απομάκρυνση λάσπης, και την ανανέωση των μικροοργανισμών σχεδόν κάθε δύο χρόνια. Για να λειτουργήσει σωστά ο βιολογικός βόθρος δεν πρέπει να ρίχνονται λίπη/λάδια στην αποχέτευση ή μη εγκεκριμένα απορρυπαντικά (μόνο βιοδιασπώμενα) σε δυσανάλογες ποσότητες με την ποσότητα των λυμάτων, διαφορετικά σκοτώνονται οι μικροοργανισμοί και σταματά η επεξεργασία.
Η εγκατάσταση κάθε είδους βόθρου απαιτεί μελέτη εγκατάστασης, επίβλεψη εργασιών και πιστοποίηση ασφάλειας για το περιβάλλον από μηχανικό.
Τα βοθρολύματα είναι πολύ επιθετικά στο σκυρόδεμα και μπορεί να υποβαθμίσουν σε κρίσιμο βαθμό τη θεμελίωση λόγω χημικής προσβολής. Συνήθως εμφανίζεται η αποσάθρωση του σκυροδέματος και πολύ σοβαρή οξείδωση του οπλισμού. Επίσης, χρειάζεται μεγάλη προσοχή για τον καθορισμό της ασφαλούς απόστασης του βόθρου από τη θεμελίωση ώστε να υπάρχει προστασία από υπερκορεστικά φαινόμενα ειδικότερα σε περιπτώσεις μεταβαλλόμενου υδροφόρου ορίζοντα. Γι’ αυτό το λόγο τοποθετείται εσωτερικά στο βόθρο ειδική κολλητή μεμβράνη που είναι πιστοποιημένη για χημική προβολή. Η μεμβράνη αυτή θα πρέπει να είναι με θερμοκολλητικές ραφές και τουλάχιστον στον πυθμένα να γίνει με μεγάλη αλληλοκάλυψη (+20 εκ).